- καρποδότειρα
- καρπο-δότειρα, ἡ, Fruchtgeberin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρποδότειρα — καρποδότειρα, ἡ (AM) βλ. καρποδότης … Dictionary of Greek
καρποδότειρα — giver of fruit fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποδότης — καρποδότης, ο θηλ. καρποδότειρα (AM) αυτός που παρέχει καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + δότης < δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης, εργο δότης] … Dictionary of Greek
καρποδοτείρηι — καρποδοτείρῃ , καρποδότειρα giver of fruit fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)